εφακέομαι

εφακέομαι
ἐφακέομαι αντὶ ἐπακέομαι (Α)
επίγρ. επιδιορθώνω, επισκευάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἀκέομαι «επισκευάζω». Η δάσυνση μάλλον αναλογική].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ακέομαι — ἀκέομαι (Α) 1. θεραπεύω, περιποιούμαι «ἕλκος ἄκεσσαι» (Όμ. Π 523) 2. καταπαύω, σταματώ «πίον τ ἀκέοντό τε δίψαν» (Όμ. Χ 2) 3. επιδιορθώνω, επισκευάζω «νῆας ἀκειόμενος» (Όμ. ξ 383) 4. επανορθώνω «ἀκέομαι ἀδίκημα» (Πλάτ. Πολιτ. 364c) 5. βρίσκω λύση …   Dictionary of Greek

  • επακέομαι — ἐπακέομαι και (σε επιγρ.) έφακέομαι (Α) διορθώνω, επισκευάζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”